κεφαλάρια — η (Μ κεφαλαρέα) το ανώτερο τμήμα τού χαλινού τών υποζυγίων που περιβάλλει το κεφάλι και συγκρατεί τη στομίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλι + κατάλ. αρέα (πρβλ. μεσαρ έα, περβολαρ έα). Ο τ. κεφαλάρια < κεφαλαρ έα, με συνίζηση]. η βοτ. γένος φυτών τής… … Dictionary of Greek
κναουτία — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας διψακίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. knautia από το όν. του Γερμανού φυσιοδίφη Christian Knaut + κατάλ. ia (πρβλ. ία)] … Dictionary of Greek
μορίνα — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων διακοσμητικών φυτών που ανήκει στην οικογένεια διψακίδες … Dictionary of Greek
ρουβιώδη — τα, Ν βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σε παλιότερα ταξινομικά συστήματα περιλάμβανε τις οικογένειες ρουβιίδες, καπριφολιίδες, αδοξίδες, βαλεριανίδες και διψακίδες, ενώ σύμφωνα με νεώτερα συστήματα η πρώτη οικογένεια, ρουβιίδες, ανήκει … Dictionary of Greek
σκαμπιόζα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια διψακίδες τής τάξης διψακώδη, με 100 περίπου είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. scabiosa < λατ. scabiosus < λατ. scabies «τραχύτητα, ξηρότητα, λειχήνα, ψώρα»] … Dictionary of Greek
τρεμάστελμα — το, Ν βοτ. γένος δικοτυλήδονων ποωδών φυτών τής οικογένειας διψακίδες … Dictionary of Greek